- επαμβατήρ
- ἐπαμβατήρ, ο (Α)για λεπρώδη εξανθήματα) μτφ. αυτός που ανεβαίνει στην επιφάνεια, που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + βατήρ (< βαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαμβατῆρας — ἐπαμβατήρ one who mounts upon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)